- τυλίγω
- τυλίσσω, ΝΜΑ, και τυλίζω Ν, και αττ. τ. τυλίττω Α(ιδίως σχετικά με νήμα, ταινία, ύφασμα ή σύρμα) περιελίσσω, στρέφω κάτι γύρω από τον εαυτό του ή γύρω από κάτι άλλο, κουλουριάζω, κουβαριάζω (α. «τής έρριψε μίαν ανεμόσκαλαν μεταξωτήν, τυλιγμένην σπειροειδώς», Παπαδ.β. «ἀντίον, ἐν ᾧ τυλίσσεται τὸ ὑφαινόμενον», Ευστ.)νεοελλ.1. περιβάλλω κάτι με κάλυμμα, συσκευάζω («τύλιξέ τα σε ένα χαρτί»)2. μτφ. εμπλέκω κάποιον σε πλεκτάνη, τόν εξαπατώ («τήν τύλιξε και τῆς πήρε τις οικονομίες μιας ζωής»)αρχ.1. κάμπτω, λυγίζω2. μτφ. διευκρινίζω, διαλευκαίνω κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < τύλη με κατάλ. -ίσσω αναλογικά προς το ἑλίσσω. Η σημ. τού ρ. προήλθε από την έννοια τού στρογγυλού, τού χοντρού, που ενυπάρχει στη λ. τύλη / τύλος (πρβλ. τη σημ. «προσκεφάλι, μαξιλάρι»). Στη Νέα Ελληνική απαντούν οι τ. τυλίγω, σχηματισμένοι από τον αόρ. ετύλιξα, κατά το σχήμα ανοίγω: άνοιξα, και τυλίζω, σχηματισμένος επίσης από τον αόρ., κατά το σχ. τρίζω: έτριξα].
Dictionary of Greek. 2013.